- ἄντλον
- ἄντλοςhold of a shipmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άντλος — ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α) 1. αμπάρι πλοίου 2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου 3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών 4. η θάλασσα 5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω 6. κάδος, κουβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ.… … Dictionary of Greek
CELONES — in antiquo Lucii exemplari, apud Salmasium, ex Graeco est κήλων, unde κηλώνιον, apud Herodotum, l. 1. καὶ παραγίγεται ὁ ςῖτος οὐ καθάπερ εν Αἰγύπτῳ, τȏυ ποταμοῦ ἀναβαίνοντος εἰς αρούρας, ἀλλὰ χερςί τε καὶ κηλωνείοιςιν αρδόμενος. Et κηλωνήϊον,… … Hofmann J. Lexicon universale
εχέτλιον — ἐχέτλιον, τὸ (Α) [εχέτλη] 1. το άντλον* (ή άντλος*) τού πλοίου, δηλ. το εσωτερικό κοίλο τού πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο νερό που εισέρχεται από τις ρωγμές 2. συνεκδ. το νερό που συγκεντρώνεται στον πυθμένα τού πλοίου … Dictionary of Greek
κάταντλος — κάταντλος, ον (Α) ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον σκάφος», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντλος / ἄντλον «κύτος τού πλοίου»] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek